χολαιμία

χολαιμία
η, Ν
ιατρ. αυξημένη παρουσία συστατικών τής χολής στον ορό τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholemia (< χολή + αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολαιμικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με τη χολαιμία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολαιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”